- néphrolithique
- прил.
мед. относящийся к почечному камню
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
Французско-русский универсальный словарь. 2013.
néphrolithique — (né fro li ti k ) adj. Terme de médecine. Qui dépend des calculs rénaux. Ischurie néphrolithique. ÉTYMOLOGIE Néphrolithe … Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré
νεφρολιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεφρολιθίαση ή στους νεφρολίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nephrolithique (< νεφρ[ο] * + λιθικός < λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek